Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, με τη στεφανιαία νόσο να ευθύνεται για έναν στους πέντε θανάτους στις δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα.[i] Κοινό υπόβαθρο των καρδιαγγειακών νοσημάτων αποτελεί η αθηροσκλήρωση των αρτηριών του οργανισμού που ξεκινά από μικρή ηλικία και εξελίσσεται σταδιακά με αποτέλεσμα την κλινική εκδήλωση καρδιαγγειακών επεισοδίων (έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριοπάθεια) στη μέση ηλικία συνήθως. Ανάμεσα στους τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδιαμία, σακχαρώδης διαβήτης κλπ) περιλαμβάνεται και η παχυσαρκία.
Η αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου ελαττώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Έτσι εκτιμάται ότι τα ποσοστά της στεφανιαίας νόσου έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ συγκριτικά με τη δεκαετία του ‘80 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που αποδίδεται στην ελάττωση του καπνίσματος και στην καλύτερη φαρμακευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας. Εντούτοις, η αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας του πληθυσμού, με παράλληλη αύξηση της συχνότητας σακχαρώδη διαβήτη, υπολογίζεται ότι μπορεί να ακυρώσει τα θετικά οφέλη από τη διακοπή του καπνίσματος.[ii]
Η παχυσαρκία συνδέεται με πολλές παθολογικές διεργασίες που προάγουν την αθηρωσκλήρωση των αρτηριών και την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου: αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδιαμία, αντίσταση στην ινσουλίνη και σακχαρώδης διαβήτης, προφλεγμονώδεις και προθρομβωτικές διεργασίες, διαταραχές του ύπνου και σύνδρομο υπνικής άπνοιας, λευκωματουρία κλπ. Παράλληλα, η παρουσία παχυσαρκίας αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα, την εμφάνιση αρρυθμιών όπως η κολπική μαρμαρυγή, και την εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας.
Η αξιολόγηση της παχυσαρκίας στους πάσχοντες γίνεται με τον υπολογισμό του δείκτη μάζας-σώματος (Body Mass Index, BMI), δηλαδή με διαίρεση του σωματικού βάρους προς το ύψος στο τετράγωνο. Τιμές BMI: 20-25 kg/m2 θεωρούνται φυσιολογικές, ενώ με τιμές από 25 έως 30 kg/m2 ο ασθενής θεωρείται υπέρβαρος και > 30 kg/m2 παχυσαρκος, με διάφορες διαβαθμίσεις (βλέπε Πίνακα 1). Κάθε αύξηση του ΒΜΙ κατά 1 kg/m2 πέραν των φυσιολογικών ορίων συνδέεται με αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) κατά 4%, αιμορραγικού ΑΕΕ κατά 6%, καρδιακής ανεπάρκειας κατά 5-7% και κολπικής μαρμαρυγής κατά 4%.[iii]
Εκτός από τη συνολική ποσότητα λίπους σημαντικό ρόλο παίζει και η κατανομή του στο σώμα, με την σπλαγχνική/κοιλιακή παχυσαρκία να θεωρείται περισσότερο επιβλαβής. Η παρουσία κοιλιακής παχυσαρκίας αξιολογείται με την περιφέρεια μέσης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αναγνωρίζονται δύο σημαντικά όρια για την περιφέρεια μέσης: ≥94 cm σε άνδρες και ≥80 cm σε γυναίκες αποτελούν το επίπεδο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται περαιτέρω πρόσληψη βάρους και ≥102 cm σε άνδρες και ≥88 cm σε γυναίκες αποτελούν το όριο όπου επιβάλλεται η απώλεια βάρους.
Η Ευρωπαική Καρδιολογική Εταιρεία συστήνει τη διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους σε επίπεδα BMI 20-25 kg/m2, καθώς αυτές οι τιμές σχετίζονται με τη χαμηλότερη πιθανότητα εκδήλωσης καρδιαγγειακών επεισοδίων και με τη μικρότερη καρδιαγγειακή και συνολική θνησιμότητα. Στους ηλικιωμένους τα όρια αυτά είναι περισσότερο ελαστικά. Η επίτευξη και διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους επιδρά θετικά στους παράγοντες κινδύνου και μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η απώλεια βάρους επιτυγχάνεται με κατάλληλη διατροφή σύμφωνα με οδηγίες διατροφολόγου και με την υιοθέτηση προγράμματος τακτικής άσκησης. Σε επιλεγμένους ασθενείς η χορήγηση κατάλληλων φαρμάκων, καθώς και βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να αποβούν επιτυχείς στην απώλεια βάρους και στη διατήρηση του φυσιολογικού ΒΜΙ, με θετικά αποτελέσματα όσον αφορά στην καρδιαγγειακή προστασία των πασχόντων. [iv]
Χρήστος Μιχαλακέας,
Καρδιολόγος, MD, PhD,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Μέλος Δ.Σ. Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων
Πίνακας: Κατηγοριοποίηση σωματικού βάρους βάσει του ΒΜΙ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας [Πηγη: European Heart Journal (2016) 37, 2315–2381]
Βιβλιογραφικές Αναφορές
[i] Nichols M, et al. Eur Heart J. 2014;35:2950-9
[ii] N Engl J Med 2009;361:2252–2260
[iii] Curr Atheroscler Rep (2016) 18:21
[iv] Int J Cardiol. 2014;173:20-8